- πτωματικός
- -ή, -ό / πτωματικός, -ή, -όν, ΝΑ [πτῶμα, -ατος]νεοελλ.αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πτώμα («πτωματική ακαμψία»)αρχ.1. ο επιληπτικός2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.)τα πτωματικάτα φαινόμενα τής επιληψίας, ο σεληνιασμός.
Dictionary of Greek. 2013.